- οκνός
- Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα.
1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη Μάντουα.
2. Ένας άλλος Ο. θεωρείται σύμβολο της ματαιοπονίας. Είχε καταδικασθεί από τους θεούς να πλέξει στον Άδη ένα σχοινί από χόρτο, που δεν κατόρθωνε να το τελειώσει ποτέ, γιατί ένα γαϊδουράκι που στεκόταν πίσω του, και που δεν το έβλεπε, έτρωγε το σχοινί που έπλεκε.
* * *-ή, -ό1. αυτός που κινείται με αργές κινήσεις, βραδυκίνητος2. φυγόπονος, τεμπέλης3. γεμάτος αμφιβολίες, διστακτικός4. μτφ. εξασθενημένος («χαμένη αλίμονον! κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει», Σολωμ.).επίρρ...οκνάμε νωθρότητα, με τεμπελιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από τό ρ. ὀκνῶ ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή < ὄκνος (I), πρβλ. ὠχρός: ὦχρος].
Dictionary of Greek. 2013.